- Αλκιβιαδας
- ἈλκιβιάδαςἈλκιβιάδᾱς-ου ὅ дор. = Ἀλκιβιάδης См. Αλκιβιαδης
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Ἀλκιβιάδας — Ἀλκιβιάδᾱς , Ἀλκιβιάδης masc acc pl Ἀλκιβιάδᾱς , Ἀλκιβιάδης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκιβιάδας — ἀλκιβιάδες shoes fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)